ἀτῖμίη

ἀτῖμίη
ἀ-τῖμίη: contumely, only pl., ἀτῖμἶῃσιν (the quantity a necessity of the rhythm), Od. 13.142†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀτιμίη — ἀτῑμίη , ἀτιμία dishonour fem nom/voc sg (epic ionic) ἀτῑμί̱η , ἀτιμία dishonour fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιμίῃ — ἀτῑμίῃ , ἀτιμία dishonour fem dat sg (epic ionic) ἀτῑμί̱ῃ , ἀτιμία dishonour fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”